πανσπερμιστής

πανσπερμιστής
ο
οπαδός του πανσπερμισμού (βλ. λ.)

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανσπερμιστής — ο, θηλ. πανσπερμίστρια οπαδός τής θεωρίας τού πανσπερμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμισμός + ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πανσπερμισταί, μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”